λύκειος

λύκειος
λύκειος [ῠ], ον, S.El.7, E.Rh.208 (but λυκεία (q. v.) as Subst. in Plb.):—
A of or belonging to a wolf, δορά E.l.c., etc.
II Λύκειος (written [full] Λύκηος Milet.1(7) No.282 (i B.C.)), epith. of Apollo, either as λυκοκτόνος (q. v.), or as the Lycian god (v. Λυκηγενής, Λύκιος), or (fr. Λύκη) as the god of light:

Λύκει' Ἄπολλον A.Ag.1257

;

εὐμενὴς δ' ὁ Λ. ἔστω Id.Supp.686

(lyr.); in Id.Th.145 (lyr.) there is a play upon the doubtful meanings, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Lycean lord, be a very wolf to the enemy; so τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (this ἀγορά being an open place in Argos near the temple of Apollo Λύκειος) S.l.c.; cf. Λύκειον.
III epith. of Pan, IG5(2).93 ([place name] Tegea).
IV Λύκειος, ὁ (sc. μήν), a month at Epidaurus Limera, ib.(1).932; Λύκεος, at Lamia (Thess.), ib.9(2).75.18, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… …   Dictionary of Greek

  • Λύκειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκειος ή Λύκιος — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως θεού του φωτός στο Άργος, στην Αθήνα, στην Επίδαυρο, στα Μέγαρα, στη Λακωνία κ.α. Αργότερα, η επωνυμία αυτή σχετίστηκε με τον λύκο, επειδή ο Απόλλων είχε μεταμορφωθεί στο ζώο αυτό τόσο όταν κυνηγούσε τους Τελχίνες όσο… …   Dictionary of Greek

  • Ликейский — (Λυκεϊος) прозвание Аполлона, первоначально означало его как бога света, потом стало приводиться в связь с символом волка (греч. Λύκος) или с Ликиею (см.) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λύκειε — Λύκειος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειε — λύκειος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκειοι — Λύκειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειοι — λύκειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apolo — Para otros usos de este término, véase Apolo (desambiguación). Apolo Licio, copia r …   Wikipedia Español

  • Λύκει' — Λύκεια , Λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl Λύκεια , Λύκειος of neut nom/voc/acc pl Λύκειε , Λύκειος of masc/fem voc sg Λύκειαι , Λυκείη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”